καστεία

καστεία
καστεία, , (Lat.
A castus) in pl., ascetic practices, Marin.Procl.19.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καστεία — καστεία, ἡ (Α) στον πληθ. αἱ καστεῑαι ασκητικά έργα, ασκητικές ασχολίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. castus «αγνός»] …   Dictionary of Greek

  • καστείας — καστείᾱς , καστεία castus fem acc pl καστείᾱς , καστεία castus fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”